Τα ωάρια είναι ανεξάντλητα

Γράφει η Ιωάννα Σουφλέρη

Ένα δόγμα της αναπτυξιακής βιολογίας καταρρίπτεται. Τελικά ο αριθμός των ωαρίων που διαθέτουν οι γυναίκες στις ωοθήκες τους δεν είναι προκαθορισμένος. Αμερικανοί ερευνητές του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ εντόπισαν βλαστικά κύτταρα στις ωοθήκες πειραματόζωων, γεγονός που σημαίνει ότι οι «αποθήκες» μπορούν να γεμίσουν ξανά…

Ήταν θέμα «SOS» στις εξετάσεις ms αναπτυξιακής βιολογίας και λόγο; να θριαμβολογεί η μισή τάξη κατά την ώρα τηs παράδοσης αφού αποδείκνυε την υποτιθέμενη ανδρική υπεροχή. «Σε αντίθεση με τους άνδρες, οι οποίοι μπορούν να παράγουν σπερματοζωάρια καθ’ όλη τη διάρκεια ms ζω/is τους χάρη στα βλαστικά γενετικά κύτταρα που φέρουν στους όρχεις τους, οι γυναίκες διαθέτουν έναν περιορισμένο αριθμό ωαρίων τον οποίο αποκτούν κατά τον έκτο περίπου μήνα της εμβρυϊκής ζωής τους και ο oποίος δεν ανανεώνεται καθώς δεν υπάρχουν βλαστικά γενετικά κύτταρα. Αντιθέτως μειώνεται συνεχώς και οδηγεί στην εμμηνόπαυση» έλεγε το δόγμα που κυριάρχησε στη βιολογία για περισσότερο από μισό αιώνα. Φαίνεται όμως ότι ήλθε η ώρα να αλλάξουν τα φοιτητικό εγχειρίδια και, το σημαντικότερο, να αλλάξει η θεώρηση των επιστημόνων για τη βιολογία της γυναικείας αναπαραγωγής: αμερικανοί ερευνητές του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ εντόπισαν βλαστικά κύτταρα στις ωοθήκες πειραματόζωων καταρρίπτοντος το ισχύον δόγμα και ανοίγοντας τον δρόμο για την αντιμετώπιση της κανονικής και της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας.

Η λανθασμένη θεώρηση στη βιολογία της γυναικείας αναπαραγωγής άρχισε το 1921 όταν οι R. Pearl και W. F. Schoppe σημείωναν σε μελέτη τους στην επιστημονική επιθεώρηση «Journal of Experimental Zoology» τη «βασική βιολογική παραδοχή ότι κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου δεν υφίσταται και δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους αύξηση στον αριθμό των ωοκυττάρων πέραν αυτών που αρχικώς τοποθετήθηκαν στην ωοθήκη όταν αυτή προσχηματίστηκε».

Η παραδοχή αυτή μετατράπηκε σε κεντρικό δόγμα της αναπτυξιακής βιολογίας στις αρχές της δεκαετίας του ’50, πέρασε στα φοιτητικά εγχειρίδια και από τότε ως σήμερα όχι μόνο κανείς δεν σκέφτηκε να την αμφισβητήσει, αλλά λαμβανόταν υπόψη στην προσπάθεια των επιστημόνων να εξηγήσουν τα αποτελέσματα των πειραματισμών τους. Με άλλα λόγια, όλα όσα αφορούσαν τη βιολογία της γυναικείας αναπαραγωγής εθεάθησαν μέσα από το πρίσμα αυτού του δόγματος που όλα δείχνουν ότι είναι παρωχημένο…

Οι παρατηρήσεις που έκαναν τον Jonathan Tilly και τους συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ να αναρωτηθούν για την ορθότητα του δόγματος αυτού, ήταν κατ’ αρχάς αριθμητικές: ο αριθμός των ωοθυλακίων (σχηματισμών που αποτελούνται από το (ωάριο και μη γενετικά κύτταρα που το περιβάλλουν) που πέθαιναν κάθε ημέρα τόσο σε νεαρά όσο και σε μεγαλύτερης ηλικίας θηλυκά πειραματόζωα ήταν πολύ μεγάλος και θα έπρεπε να οδηγήσει σε πολύ πρώιμη εμμηνόπαυση, εκτός αν υπήρχε και μια πηγή παραγωγής ωοθυλακίων. Παρά το γεγονός ότι το δόγμα απαγόρευε την ύπαρξη βλαστικών κυττάρων τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πηγή ωοθυλακίων αντικαθιστώντας αυτά που φυσιολογικά πεθαίνουν, οι αμερικανοί ερευνητές εντόπισαν σε ιστολογικά παρασκευάσματα ωοθηκικού ιστού την παρουσία κυττάρων τα οποία θα μπορούσαν να είναι βλαστικά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η έλλειψη βλαστικών κυττάρων από τα θηλυκά άτομα των θηλαστικών αποτελεί περίεργη εξελικτική εξαίρεση, αφού αρσενικά και θηλυκά άτομα όλων των άλλων ειδών φέρουν βλαστικά γενετικά κύτταρα. Η πρότερη μελέτη αυτών των κυττάρων, τα οποία φέρουν εξαιρετικά πολλές ομοιότητες μεταξύ ειδών, έδωσε τα απαιτούμενα μοριακά όπλα που χρησιμοποίησαν οι αμερικανοί ερευνητές για να αποδείξουν ότι τα κύτταρα στην επιφάνεια των ωοθηκών των πειραματόζωων δεν έμοιαζαν απλώς, αλλά ήταν βλαστικά. Και επειδή ένα όπλο δεν φτάνει συνήθως για να «σκοτώσει» κανείς ένα δόγμα με παραπάνω από μισό αιώνα ζωής, ο Jonathan Tilly και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν τέσσερα διαφορετικά.

Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο το οποίο δημοσιεύεται στο τεύχος της 11 ης Μαρτίου 2004 της επιστημονικής επιθεώρησης «Nature>, οι αμερικανοί ερευνητές μελέτησαν τα γονίδια που εκφράζονταν στα κύτταρα αυτά. Η ταυτότητα ενός κυττάρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα γονίδια τα οποία αυπό εκφράζει. Για παράδειγμα, έκφραση του γονιδίου της ινσουλίνης σε ένα κύτταρο σημαίνει ότι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι συγκεκριμένος τύπος κυττάρου του παγκρέατος. Ένα χαρακτηριστικό για τα γενετικά βλαστικά κύτταρα γονίδιο είναι το Vasa, το οποίο εκφράζεται τόσο στα βλαστικά κύτταρα των ωοθηκών της δροσόφιλας (Dros-ophila melanogaster, μύγα του ξιδιού, κλασικό πειραματόζωο για γενετικές μελέτες), όσο και στα βλαστικά κύτταρα των όρχεων των αρσενικών θηλαστικών. Διαπίστωσαν ότι τα «ύποπτα» κύτταρα στην επιφάνεια της ωοθήκης εξέφραζαν όντως το γονίδιο αυτό, οε αντίθεση με τα υπόλοιπα τα οποία βρίσκονταν στο εσωτερικό.

Ομοίως διαπιστώθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας και η έκφραση άλλων χαρακτηριστικών γονιδίων τα οποία εκφράζονται σε διάφορα στάδια της ζωής των κυττάρων αυτών που ευθύνονται για τη συνεχή παραγωγή σπερματοζωαρίων από τους όρχεις αλλά και τη συνεχή παραγωγή ωαρίων στις ωοθήκες της δροσόφιλας.

Η παρουσία όμως ενός τύπου κυττάρου σε κάποιον ιστό ή όργανο δεν είναι αρκετή για να πιστοποιήσει και τη λειτουργικότητα του, ακόμη και αν αυτή υποδηλώνεται από τα εκφραζόμενα γονίδια. Τα όπλα που έδωσαν τη χαριστική βολή στο δόγμα της ανυπαρξίας βλαστικών κυττάρων στις (ωοθήκες των θηλαστικών ήταν τα δύο επόμενα: η χορήγηση στα πειραματόζωα ενός φαρμάκου που σκοτώνει επιλεκτικά τα βλαστικά κύτταρα και η χρήση μιας φθορίζουσας πρωτεΐνης η οποία επιτρέπει να παρακολουθεί κανείς την τύχη των ωοθυλακίων.

Χορηγώντας το φάρμακο busulfan, το οποίο όταν χορηγείται σε αρσενικά πειραματόζωα σκοτώνει ταχύτατα τα βλαστικά κύτταρα από τα οποία παράγονται τα σπερματοζωάρια, οι αμερικανοί ερευνητές διαπίστωσαν μια δραματική μείωση των ωοθυλακίων. Ειδικότερα, μετά την παρέλευση τριών εβδομάδων από τη χορήγηση του φαρμάκου ο αριθμός των ανώριμων ωαρίων στις ωοθήκες των πειραματόζωων είχε μειωθεί κατά 95%. Το παραπάνω αποτέλεσμα επιβεβαίωσε πανηγυρικά την υπόθεση τους ότι όπως και στους όρχεις έτσι και στις ωοθήκες των θηλαστικών υπάρχει συνεχής παραγωγή ωαρίων η οποία οφείλεται στην ύπαρξη βλαστικών καπάρων.

Προκειμένου να οπτικοποιήσουν το παραπάνω συμπέρασμα, οι αμερικανοί επιστήμονες μεταμόσχευσαν ένα τμήμα φθορίζουσας ωοθήκης (ο φθορισμός οφειλόταν στην έκφραση συγκεκριμένου γονιδίου που κωδικοποιεί για μια φθορίζουσα πρωτεΐνη) σε μια κανονική ωοθήκη. Αν η υπόθεση τους άτι τα ωάρια παράγονται συνεχώς χάρη στις διαιρέσεις βλαστικών κυττάρων ήταν σωστή, θα έπρεπε να υπάρχουν χειμερικά ωοθυλάκια με φθορίζοντα ωάρια να περιβάλλονται από μη φθορίζοντα σωματικά κύτταρα και αντίστροφα. Πράγματι, όταν το μόσχευμα ενσωματώθηκε στην υπόλοιπη ωοθήκη, η ύπαρξη χειμερικών ωοθυλακίων (τα οποία δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν αν ίσχυε το δόγμα που ήθελε τα ωοθυλάκια ενός θηλυκού θηλαστικού να είναι στατικά και να μη μεταβάλλονται από τον έκτο μήνα της εμβρυϊκής ζωής) κατέρριψε ολοσχερώς το δόγμα.

Φυσικά, δεν ξεχνά κανείς ότι οι παρατηρήσεις των αμερικανών επιστημόνων έγιναν σε πειραματόζωα και όχι σε ανθρώπους. Εκτιμάται ωστόσο ότι οι παρατηρήσεις θα επιβεβαιωθούν άμεσα, γεγονός το οποίο θα αλλάξει άρδην την θεώρηση των επιστημόνων για τη βιολογία της γυναικείας αναπαραγωγικής ικανότητας και θα σηματοδοτήσει την έναρξη μιας επανάστασης στη γυναικεία υγεία. Θεωρητικά οι κλινικές εφαρμογές που θα μπορούσαν να προκύψουν από τα νέα δεδομένα περιλαμβάνουν έλεγχο της χρονικής στιγμής της εμμηνόπαυσης (με πρόληψη της πρόωρης), δυνατότητα παραγωγής περισσότερων ωαρίων για υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, αλλά και αποκατάσταση της αναπαραγωγικής ικανότητας έπειτα από χημειοθεραπεία. Ίδωμεν…