προβλήματα υπογονιμότητας και πως αντιμετωπίζονται

προβλήματα υπογονιμότητας και πως αντιμετωπίζονται
18/10/12

Πώς επηρεάζουν τα προβλήματα υπογονιμότητας την συναισθηματική μας κατάσταση και πώς μπορούμε να βοηθηθούμε.

 

Ένα κοριτσάκι μεγαλώνει και παίζει με τις κούκλες που του χαρίζουν τα αγαπημένα του πρόσωπα: τις παίρνει αγκαλιά, τις ταίζει, τις βγάζει βόλτα με το καροτσάκι.

Ένα αγοράκι μεγαλώνει και καθώς ο μπαμπάς του τού μαθαίνει να κάνει ποδήλατο του λέει με αγάπη «έτσι θα μαθαίνεις κι εσύ τα παιδιά σου μια μέρα».

Η οικογένεια μας, η κοινωνία μας προετοιμάζει, κορίτσια κι αγόρια, άλλοτε με ευθύ, άμεσο κι άλλοτε με πιο έμμεσο τρόπο για τον κατοπινό γονεικό ρόλο  και φυτεύει μέσα μας το σπόρο της προσδοκίας που μεγαλώνοντας κάνει τους περισσότερους από εμάς  να θέλουμε να  αποκτήσουμε οικογένεια και παιδιά

Συμβαίνει όμως στην πορεία της ζωής αρκετών ανθρώπων αυτή η προσδοκία να μην εκπληρώνεται με την αναμενόμενη ευκολία. Φαίνεται πως, ένα όλο αυξανόμενο ποσοστό ζευγαριών που αποφασίζουν να κάνουν παιδί έρχονται αντιμέτωποι με το πρόβλημα της υπογονιμότητας. Και ότι, παρόλο που οι επιστημονικές εξελίξεις στην επιστήμη της Ιατρικής και της Βιοτεχνολογίας δείχνουν πραγματικά να υπόσχονται θαύματα, ωστόσο δεν παύουν να έχουν κι αυτές  τα όρια τους.

Αυτό σημαίνει ότι τα αναμενόμενα αυτά θαύματα  για κάποια ζευγάρια δεν συμβαίνουν ή συμβαίνουν μετά από  επώδυνες, κουραστικές, ψυχοφθόρες, εξαντλητικές προσπάθειες.

Η διαδικασία της διάγνωσης του προβλήματος είναι ήδη κουραστική και αγχωτική. Πολλές φορές η διάγνωση δεν δείχνει τίποτα, δηλαδή δεν βρίσκεται κάποιο σωματικό-βιολογικό αίτιο  που να εξηγεί το πρόβλημα κι αυτό, το ότι δεν υπάρχει τίποτε «χειροπιαστό», βιώνεται από πολλά  ζευγάρια σαν ιδιαίτερα αγωνιώδες. Η αβεβαιότητα, η αδυναμία να κάνουν σχέδια και να προγραμματίσουν κάπως την οικογενειακή τους ζωή τους κουράζει και τους αποθαρρύνει.

 

Είτε βρεθεί ένα αίτιο είτε όχι πάντως, για τα πιο πολλά ζευγάρια που θέλουν παιδί και έρχονται αντιμέτωποι με πρόβλημα υπογονιμότητας ξεκινά μια περίοδος αναμονής και προσπάθειας με πολυάριθμες επαναλαμβανόμενες εξεταστικές και θεραπευτικές διαδικασίες που απορροφούν χρονικά, σωματικά, οικονομικά και κυρίως ψυχικά αποθέματα.

Κατά την περίοδο αυτή, το ζευγάρι και ο καθένας από τους δυο συντρόφους ξεχωριστά έρχονται αντιμέτωποι με ένα σωρό έντονες και επώδυνες συναισθηματικές καταστάσεις.

Καταρρίπτεται η σιγουριά ότι μπορούν να προγραμματίσουν και να στήσουν τη ζωή τους όπως την φανταζόντουσαν

-Αισθάνονται ότι δεν είναι «φυσιολογικοί» εφόσον δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδί με την ευκολία και τη φυσικότητα που αναμένεται να συμβαίνει αυτό

-Αισθάνονται ενοχές απέναντι στον ή στη σύντροφο μιας και ο καθένας (και περισσότερο οι γυναίκες) βιώνει το πρόβλημα σαν δική του προσωπική αποτυχία και ανεπάρκεια

-Αισθάνονται ενοχές απέναντι στους γονείς που περιμένουν να δουν εγγόνια και πολλές φορές γίνονται πιεστικοί

-Η αβεβαιότητα, η αγωνία για το αποτέλεσμα της κάθε εξέτασης και της κάθε προσπάθειας θεραπείας προκαλούν έντονο φόβο και άγχος

-Το ότι έχουν πρόβλημα σε κάτι που η κοινωνία θεωρεί απλό, δεδομένο και φυσιολογικό φέρνει συναισθήματα ντροπής και οδηγεί συχνά σε μία σταδιακή απομάκρυνση από φίλους και γνωστούς, με αποτέλεσμα να μένουν μόνοι με το προβλημα τους

-Πρωτόγνωρα συναισθήματα ζήλιας απέναντι σε άλλους ανθρώπους που αποκτούν παιδιά προκαλούν συγκρούσεις τόσο εσωτερικές  όσο και στις σχέσεις με τους γύρω

-Το παράλογο αλλά και σχεδόν αναπόφευκτο ερώτημα «γιατί να μου συμβαίνει εμένα αυτό»  δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο θλίψης, πικρίας και θυμού που οδηγεί σε βασανιστικές αρνητικές σκέψεις

-Η αίσθηση της απώλειας ελέγχου σε κάτι τόσο βασικό για τη ζωή τους, φέρνει συναισθήματα  ανασφάλειας, αδυναμίας και οργής

αυτοεκτίμηση κλονίζεται από την αίσθηση της αποτυχίας σε κάτι που θεωρείται τόσο σημαντικό στη ζωή ενός ανθρώπου (και ιδιαίτερα της γυναίκας). Οι γυναίκες απαξιώνουν τον εαυτό τους και ο,τι έχουν πετύχει στη ζωή τους, κατακρίνοντας τον που αποτυγχάνει σε αυτό που φτάνουν να θεωρούν την μοναδική καταξίωση, τη μητρότητα

-Η πίεση της «επιτυχίας» επιβαρύνει και δυσκολεύει την ερωτική ζωή του ζευγαριού που αισθάνεται ότι χάνει την αυθορμητισμό και τη χαρά της ερωτικής συνεύρεσης με αποτέλεσμα και το πρόβλημα της υπογονιμότητας να εντείνεται και οι δύο σύντροφοι να απομακρύνονται μεταξύ τους

 

Αυτές είναι κάποιες (και η κάθε γυναίκα και ο κάθε άντρας έχει σίγουρα να διηγηθεί την δική της και την δική του εκδοχή και την προσωπική του εμπειρία σε σχέση με όλα αυτά) από τις επώδυνες  συναισθηματικές καταστάσεις τις οποίες βιώνουν ο καθένας μόνος του ή και οι δύο μαζί, τα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας.

Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την πίεση του χρόνου, την σωματική ταλαιπωρία των εξετάσεων, διαγνώσεων, θεραπειών, την τεράστια οικονομική επιβάρυνση που συνεπάγονται αυτές, δημιουργούν ένα κλίμα μεγάλης πίεσης και άγχους.

Δυστυχώς, όσο μεγαλώνει η ψυχική ένταση και το στρες τόσο περισσότερο εμποδίζονται οι ομαλές ορμονικές λειτουργίες.

 

Μία από τις συνέπειες για την γυναίκα μπορεί να είναι η αναστολή της ωορρηξίας. Το στρες μπορεί επίσης να προκαλέσει σπασμό στις σάλπιγγες και να δυσχεράνει την μεταφορά του γονιμοποιημένου ωαρίου στη μήτρα.

Στον άντρα το έντονο στρες μπορεί να εμποδίσει την δημιουργία κυττάρων σπέρματος και να δυσχεράνει την μεταφορά τους. Η ποιότητα του σπέρματος μπορεί παροδικά να επιδεινωθεί.

Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στις περιπτώσεις επιτυχούς εξωσωματικής γονιμοποίησης. Με όσο λιγότερο άγχος μπαίνει κανείς σε μία  εγκυμοσύνη «αυξημένης επικινδυνότητας» τόσο μεγαλώνουν οι πιθανότητες να είναι ασφαλής και να πάει καλά

Πώς μπορεί όμως να «καταπολεμήσει» κανείς το άγχος και την ένταση όταν οι συνθήκες είναι τόσο δύσκολες;  Η ψυχική ηρεμία δεν είναι φάρμακο να μας την συνταγογραφήσουν.

Ούτε οι καλοπροαίρετες συμβουλές «όλα θα πάνε καλά», «κοίτα να χαλαρώσεις», «μην το παίρνεις κατάκαρδα» βοηθάνε ιδιαίτερα, καμιά φορά μάλιστα δημιουργούν περισσότερη φόρτιση.

Είναι πολύ δυσάρεστο συναίσθημα να θέλεις τόσο πολύ ένα παιδί και την ίδια στιγμή να ξέρεις ότι αυτή ακριβώς η επιτακτικότητα της επιθυμίας σου μπορεί να βάζει εμπόδια στην πραγματοποίηση της.

 

 

Μεγάλη βοήθεια και στήριγμα μπορεί να είναι για όλα τα παραπάνω η αναζήτηση ψυχολογικής βοήθειας από έναν ειδικό σύμβουλο ή ψυχοθεραπευτή ή μία ομάδα στήριξης. Αυτό προυποθέτει ασφαλώς ότι η αναζήτηση ψυχολογικής στήριξης βιώνεται σαν μία επιπλέον βοήθεια που μπορεί να δώσει κανείς στον εαυτό του για να αντιμετωπίσει την δύσκολη κατάσταση.

Και πράγματι αυτό είναι. Ένα πλαίσιο στήριξης (ατομικό ή ομαδικό) δίνει τη δυνατότητα, μέσα σε κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης να εκφραστούν συναισθήματα που είναι έντονα αλλά που δεν ομολογούνται εύκολα στους γύρω.

Για πολλούς ανθρώπους η στιγμή της ομάδας ή της θεραπευτικής συνεδρίας είναι η μόνη στιγμή που μπορούν να μιλήσουν ανοιχτά για ό,τι νιώθουν χωρίς να αισθάνονται ότι κάποιος θα τους κρίνει, θα τους πιέσει να κάνουν κάτι ή θα νιώσει άβολα με το πρόβλημα τους.

Η εμπειρία της ομάδας προσφέρει επιπλέον ένα δυνατό συναίσθημα αλληλεγγύης και αλληλοστήριξης. Πολλές γυναίκες ή ζευγάρια το βιώνουν αυτό για πρώτη φορά τόσο δυνατά. «Παρόλο που με το μυαλό μου κάπως ήξερα ότι υπάρχουν κι άλλες γυναίκες με το ίδιο πρόβλημα  και είχα μιλήσει περιστασιακά  και με κάποιες, μόνο μέσα στην ομάδα το ένιωσα πραγματικά όταν άκουσα τις άλλες να διηγούνται  τις δικές τους εμπειρίες. Αυτό μου πρόσφερε μεγάλη ανακούφιση και μια καινούργια δύναμη», έτσι εκφράζει την εμπειρία της από την ομάδα η Άντα Π.

Μέσα στην ομάδα ακούει κανείς να εκφράζουν κι άλλοι συναισθήματα για τα οποία ένιωθε ενοχή και ντροπή, ανταλλάσσει βιώματα και συναισθηματικούς ή και πρακτικούς τρόπους επίλυσης δυσκολιών και κυρίως αισθάνεται ότι η ομάδα είναι ένας χώρος στον οποίο θα βρει αμέριστη αποδοχή και κατανόηση και πολλά ζευγάρια αυτιά, ανοιχτά και πρόθυμα να ακούσουν κάθε σκέψη, ανησυχία, προβληματισμό, συναίσθημα, ιδέα, φαντασίωση.

Με το να αναζητήσουμε ψυχολογική στήριξη τη στιγμή που νιώθουμε πιεσμένοι και αγχωμένοι, αποδεχόμαστε την ανάγκη μας να βελτιώσουμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, να διερευνήσουμε τα συναισθήματα μας και να αισθανθούμε καλύτερα με τον εαυτό μας αλλά και με τις σχέσεις μας.

 

Λουίζα Βογιατζή

Ψυχολόγος